συνεπαιτιώμαι

συνεπαιτιώμαι
-άομαι, Α
κατηγορώ κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπαιτιῶμαι «κατηγορώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”